- χωράρχης
- χωρ-άρχης, ὁ, Herr des Landes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χωράρχης — ὁ, ΜΑ κύριος, δεσπότης, άρχοντας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
χωραρχία — ἡ, ΜΑ, και χωριαρχία Α [χωράρχης] μσν. η κυριαρχία σε χώρα αρχ. περιοχή που ανήκει στη δικαιοδοσία ενός διοικητή … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek